γλωσσιά

γλωσσιά
η
1. φλυαρία
2. αυθάδεια
3. συκοφαντία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιογλωσσία — η συγγενής ανικανότητα παραγωγής λαρυγγικών και ουρανικών φθόγγων χωρίς να υπάρχουν ανατομικές ή πνευματικές ανωμαλίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idioglossie < idio (πρβλ. ιδιο ) + glossie (πρβλ. γλωσσια < γλωσσος < γλώσσα)] …   Dictionary of Greek

  • μακρογλωσσία — η ιατρ. υπέρμετρη ανάπτυξη τού όγκου τής γλώσσας, που μπορεί να είναι συγγενής ή μυϊκής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macroglossia < macro (< μακρο *) + glossia (< γλωσσία < γλωσσος < γλώσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”